- τοὐναντία
- ἐναντία , ἐναντίοςoppositeneut nom/voc/acc plἐναντίᾱ , ἐναντίοςoppositefem nom/voc/acc dualἐναντίᾱ , ἐναντίοςoppositefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τουναντία — η, Ν βοτ. δένδρο τών δασών τής τροπικής Αμερικής και τής Αφρικής … Dictionary of Greek